Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η κουκούλα

См. также в других словарях:

  • κουκούλα — η (Μ κουκούλα) κωνικό, συνήθως, κάλυμμα τού κεφαλιού, κατσούλα νεοελλ. 1. κάθε κωνικό ή σφαιροειδές κατασκεύασμα από ύφασμα ή άλλο μαλακό υλικό που χρησιμοποιείται για να καλύπτει κάτι («κουκούλα αυτοκινήτου») 2. ο δερματικός μανδύας που… …   Dictionary of Greek

  • κουκούλα — η (λ. λατ.) 1. κατσούλα, κάλυμμα της κεφαλής. 2. οτιδήποτε μοιάζει με κατσούλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • κουκουλάτος — η, ο [κουκούλα] αυτός που φορά κουκούλα, κουκουλωτός …   Dictionary of Greek

  • σκιάδιο — το / σκιάδιον, ΝΜΑ, και σκιάδι Ν, και σκιάδειον ΜΑ [σκιά / σκιάς, άδος] 1. ομπρέλα, αλεξήλιο 2. πλατύγυρο καπέλο 3. βοτ. είδος βοτρυώδους ταξιανθίας νεοελλ. ζωολ. διαφανής ζελατινώδης δίσκος ή ομπρέλα, που αποτελεί το αποστρογγυλωμένο μέρος τού… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 …   Dictionary of Greek

  • Φερόες — Αρχιπέλαγος της Βόρειας Ευρώπης που ανήκει πολιτικά στη Δανία. Από το 1948 όμως έχει διοικητική αυτονομία και δικό του Κοινοβούλιο (Lagting). Αποτελείται από 22 μεγαλύτερα νησιά, από τα οποία μόνο 17 είναι κατοικημένα, και από πολυάριθμα άλλα… …   Dictionary of Greek

  • куколь — I куколь I., м. сорная трава, плевел, Agrostemma, Lychnis , укр. кукiль, блр. куколь, болг. къкъл, сербохорв. кукољ, словен. kokolj, чеш. koukol, слвц. kukоl᾽, польск. kąkol, в. луж. kukel, н. луж. kukel, полаб. kǫchüöl. Праслав. *kǫkolь. Лит …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Ionia (Griechenland) — Stadtgemeinde Ionia (1989–2010) Δήμος Ιωνίας (Ιωνία) …   Deutsch Wikipedia

  • Πανταλόνε — Βενετσιάνικο πρόσωπο της Kομέντια ντελ άρτε που αποδίδει τον τύπο ενός γέροντα εμπόρου, συνήθως φιλάργυρου. Αρχικά (αναφέρεται σε κείμενα ήδη προς το τέλος το 16ου αι.) το πρόσωπο ήταν γνωστό και με τη γενική ονομασία Μανίφικο (θαυμάσιος)·… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»